-
1 μεσολάβηση
[мэсолависи] ουσ. Θ. посредничество, ходатайствоΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεσολάβηση
-
2 вмешательство
вмешательство с η επέμβα ση, η ανάμιξη' η παρέμβαση· η μεσολάβηση (посредничество) · хирургическое \вмешательство η χειρου ργική επέμβαση· вооружённое \вмешательство η ένοπλη επέμβαση* * *сη επέμβαση, η ανάμιξη; η παρέμβαση; η μεσολάβηση ( посредничество)хирурги́ческое вмеша́тельство — η χειρουργική επέμβαση
вооружённое вмеша́тельство — η ένοπλη επέμβαση
-
3 посредничать
посредни||чатьнесов μεσολαβώ, μεσιτεύω· \посредничатьчество с ἡ μεσολαβηση [-ις]:при \посредничатьчестве кого́-л. μέ μεσολάβηση, διά μέσολαβήσεως, διά μέσου κάποιου. -
4 бартер
ο αντιπραγματισμόςη ανταλλαγή εμπορευμάτων ή υπηρεσιών χωρίς μεσολάβηση των χρημάτωντο μπάρτερ (ξεν.)-ный του αντιπραγματισμού, του μπάρτερ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бартер
-
5 обмен
1. (мена) η συναλλαγή, η ανταλλαγήбартерный - ο αντιπραγματισμός, η ανταλλαγή εμπορευμάτων δίχως μεσολάβηση χρημάτωνη ανταλλαγή σε είδος, το μπάρτερ (ξεν.)2. (веществ) физиол. см. метаболизм 3. (воздуха в помещении) η (εν)αλλαγή/κυκλοφορία του αέρα 4. вчт. η ανταλλαγήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обмен
-
6 посредничество
η μεσιτεία, η (δια)μεσολάβηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > посредничество
-
7 ходатайство
ходатай||ствос ἡ αἰτηση [-ις] (тж. документ), ἡ παράκληση [-ις]/ ἡ μεσολάβηση [-ις] (т/с. за кого-л.):\ходатайствоство о помиловании ἡ αίτηση χάριτος· войти с \ходатайствоством κάνω αίτηση, ἀπευθύνομαι μέ αίτηση μου. -
8 ближайший
υπερθ. βαθμός του επ. близкий.1. πλησιέστατος, εγγύτατος, ο πλησιέστερος•-ая почта το τιλησιέστερο ταχυδρομείο•
-ие родственники οι πλησιέστεροι συγγενείς•
в -ем будущем στο πιο σύντομο (κοντινό) μέλλον•
в -ие дни στις προσεχείς μέρες.
|| άμεσος•-ие задачи τα άμεσα καθήκοντα.
2. ο αμέσως επόμενος, ο άμεσος•ближайший начальник ό άμεσος προϊστάμενος.
|| προσωπικός, άμεσος, χωρίς μεσολάβηση άλλου•при -щем участии με άμεση συμμετοχή•
при -щем рассмотрении ύστερα από προσωπική εξέταση.
-
9 непосредственно
επίρ.άμεσα, χωρίς μεσολάβηση άλλου παράγοντα. -
10 посредничество
-а ουδ.μεσολάβηση, μεσιτεία. || παρέμβαση, ανάμιξη. -
11 посредственный
επ., βρ: -вен, -венна, -о.1. μέτριος, μέσος, κοινός, συνηθισμένος• σχεδόν καλός•-ые знания μέτριες γνώσεις•
посредственный ответ ученика σχεδόν καλή απάντηση του μαθητή•
посредственный талант μέτριο ταλέντο.
2. έμμεσος, με μεσολάβηση. -
12 посредство
-а ουδ: при -е με τη μεσολάβηση. -
13 посредством
πρόθ•. με γεν. με τη μεσολάβηση. -
14 ходатайство
-а ουδ.1. ενέργεια, φροντίδα μεσολάβηση•он прекратил ходатайство о разводе αυτός έπαυσε να φροντίζει για το διαζύ.γιο.
2. αίτηση, γραπτή παράκληση•подать ходатайство ή войти с -ом δίνω (υποβάλλω) αίτηση•
удовлетворить ходатайство εγκρίνω την αίτηση.
См. также в других словарях:
μεσολάβηση — η παρέμβαση ανάμεσα σε δυο για επίλυση διαφοράς, συμβιβασμό ή συμφωνία: Η μεσολάβησή του υπήρξε καθοριστική για την επίλυση του προβλήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσολάβηση — η (ΑM μεσολάβησις) [μεσολαβώ] νεοελλ. 1. η παρέμβαση κάποιου για συμφιλίωση ή συμβιβασμό ή επίτευξη συμφωνίας μεταξύ ανθρώπων, ομάδων ή κρατών που έχουν διαφορές μεταξύ τους, διαιτησία 2. χρον. παρεμβολή ενός χρονικού διαστήματος μεταξύ δύο… … Dictionary of Greek
μεσολαβήσῃ — μεσολαβήσηι , μεσολάβησις grasping by the middle fem dat sg (epic) μεσολαβέω seize aor subj mid 2nd sg μεσολαβέω seize aor subj act 3rd sg μεσολαβέω seize fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
άμεσος — η, ο (Α ἄμεσος, ον) αυτός που γίνεται ή υπάρχει δίχως τη μεσολάβηση κάποιου άλλου, «άμεση συμμετοχή» (αυτοπρόσωπη), «άμεσοι φόροι» (αυτοί που καταβάλλονται στο κράτος απευθείας από τον πολίτη) (αντίθ. έμμεσος) νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει δίχως … Dictionary of Greek
συνδιαλλαγή — (Νομ.). Προσπάθεια άμεσης, φιλικής επίλυσης μιας διαφοράς ή και το αποτέλεσμα της προσπάθειας. Μπορεί να γίνει χωρίς την παρέμβαση δικαστικού ή άλλου οργάνου και να πάρει τη μορφή συμβιβασμού. Μπορεί όμως να γίνει μεσολάβηση και τρίτων,… … Dictionary of Greek
Κονγκό, Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Μπραζαβίλ Παλαιότερη ονομασία: Γαλλικό Κονγκό (1910 60) / Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (1960 91) Έκταση: 324.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.958.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπραζαβίλ… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
αμέσως — επίρρ. (Α ἀμέσως) [ἄμεσος] 1. δίχως τη μεσολάβηση κάποιου, απευθείας 2. δίχως τη μεσολάβηση χρονικού διαστήματος, δίχως χρονοτριβή, ευθύς … Dictionary of Greek